ΣΥΛΛΕΓΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ e-ΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΤΙΣ ΣΕΡΒΙΡΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΣΑΣ...

20/1/11

ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 20. ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΙΟΣ

ΒΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ: ΚΥΡΙΛΛΟΣ Ο ΣΚΥΘΟΠΟΛΙΤΗΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Άγιος Ευθύμιος ο Μέγας διά της προσωπικότητος αυτού, συνετέλεσεν εις την ανύψωσιν του εν Παλαιστίνη μοναχικού βίου. Ο υπό του Μεγάλου Ιλαρίωνος εισαχθείς εξ Αιγύπτου Σκητιωτικός βίος εβελτιώθη μεν υπό του Αγίου Χαρίτωνος διά του Λαυρεωτικού βίου, αλλά διά της υπό του Μεγάλου Ευθυμίου ιδρύσεως του Κοινοβίου, όπερ μετεχειρίσθη ως εισαγωγήν του Λαυρεωτικού, ο μοναχισμός εν Παλαιστίνη έφθασεν εις την απαράμιλλον εκείνην ακμήν κατά τον Ε` αιώνα. Ελέχθη ότι μοναχισμός δεν απαντάται εν Παλαιστίνη προ του Αγίου Ιλαρίωνος` εν τούτοις όμως υπάρχει μία γνώμη ότι εν γένει ο μοναχικός βίος έχει την αρχήν αυτού εκ των πρώτων Χριστιανών των Ιεροσολύμων, ασφαλώς δε, εκ των ασκητών των πρώτων αιώνων της Εκκλησίας, οίτινες διάγοντες βίον θεοφιλή και ασχολούμενοι εν τη μελέτη των Γραφών, εγένοντο οι πρόδρομοι του μοναχικού βίου. Ο Ευσέβιος αναφέρει τρεις Παλαιστινούς ασκητάς, κομισαμένους τον μαρτυρικόν στέφανον κατά τον επί Μαξιμιανού διωγμόν, εν Καισαρεία της Παλαιστίνης` κατά τον αυτόν περίπου χρόνον απαντώνται αναχωρηταί ή ασκηταί, κρυπτόμενοι, συνεπεία των διωγμών, εν τοις παρά την Νεκράν θάλασσαν σπηλαίοις. Των εν ταις ερήμοις φευγόντων ασκητών ``εκ μακρού τον φιλόσοφον ασπαζόμενος βίον`` ο επίσκοπος των Ιεροσολύμων Νάρκισσος [185-212] συνεπεία συκοφαντίας ``διαδράς παν το της Εκκλησίας πλήθος, εν ερημίαις και αφανέσιν αγροίς λανθάνων, πλείστοις έτεσιν διέτριβεν`` [Ευς. Εκκλη. Ιστορ. Στ`. 6]. Περισσότεραι ειδήσεις δεν διεσώθησαν περί του προ του Αγίου Ιλαρίωνος μοναχισμού εν Παλαιστίνη.
Αλλά ήδη εν Αιγύπτω διά των μεγάλων ερημιτών Πατέρων συστηματοποιηθείς ο μοναχικός βίος και θαυμασθείς επί αυταπαρνήσει ταχέως διεδόθη εις πάσας τας χώρας` αι θεωρίαι αυτού έκτοτε ήσαν ο γνώμων εν τω μοναχισμώ. Και εν αυτώ τω πρωτοτύπω άλλως δε συστήματι του Λαυρεωτικού βίου των Παλαιστινών μεγίστην επίδρασιν έσχεν ο Αιγυπτιακός μοναχισμός. Τούτου εισηγητής εν Παλαιστίνη εγένετο ο Άγιος Ιλαρίων [305 ή 307]. Ο βίος, ον διήγεν ούτως εν τη παρά την Γάζαν ερήμω, ήτο απομίμησις του βίου του Μεγάλου Αντωνίου, ούτινος διετέλεσε μαθητής, και έφερε Σκητιωτικήν μορφήν, εστερείτο όμως της αυστηρότητος και της απολύτου ησυχίας εκείνου, διότι ούτος διήγε πλησίον κωμών. Ουχ ήττον όμως επέδρασεν ευεργετικώτατα παρά τοις κύκλω εθνικοίς ικανούς εκ τούτων προσελκύσας εις τον χριστιανισμόν.
Ο εξ Ικονίου Άγιος Χαρίτων, σύγχρονος ων του Αγίου Ιλαρίωνος, συνέστησε τον Λαυρεωτικόν βίον, ρυθμίσας δε τα κατ` αυτόν συνετέλεσεν εις την ανάπτυξιν του μοναχικού βίου κατά εν βήμα επί τα έμπροσθεν. Διά του Λαυρεωτικού βίου ικανοποιούντο και οι μοναχοί εκείνοι οι έχοντες τάσιν προς την έρημον, διότι και ενταύθα έκαστος εν τω ιδίω κελλίω, μακράν των άλλων βλεμμάτων, ηδύνατο να αγωνισθή ως και εν τη ερήμω. Υπό την εποπτείαν του ηγουμένου της Λαύρας ων ο ενταύθα μοναχός και παιδαγωγούμενος, κατά μικρόν εξησκείτο εν τη αρετή. Ότε δε απήρχετο, κατά τον χρόνον των νηστειών, εν τη ερήμω, ήτο ήδη κατηρτισμένος και δεν παρεσύρετο υπό των ιδίων παθών. Διά του βίου τούτου προελήφθησαν αι εν ταις ερήμοις πτώσεις των μοναχών εκείνων των άνευ προηγουμένης παιδαγωγίας και όλως ακαταρτίστων, οίτινες μόνον εφόδιον έχοντες τον πρόσκαιρον ζήλον, και συνεπώς μη δυνάμενοι κατισχύσαι εαυτών, οι μεν υπέστρεφον εις τον κόσμον, οι δε κατέληγον εις παραλόγους θεωρίας. Τας αποτυχίας ταύτας έχοντες υπ` όψιν κα θέλοντες ίσως την συγχώνευσιν του ερημιτικού εν τω Λαυρεωτικώ βίω συνέστησαν τούτον οι Παλαιστίνοι Πατέρες όστις αναπτυχθείς βραδύτερον διά του Μεγάλου Ευθυμίου, ιδίως διά της εισαγωγής του κοινοβίου, ένθα πρώτον παιδαγωγούμενοι οι αρχάριοι, ύστερον μετ` αρκετήν δοκιμασίαν ελάμβανον την άδειαν της εις την λαύραν εισόδου, επεκράτησεν οριστικώς εν Παλαιστίνη. Ο Άγιος Ευθύμιος εγεννήθη εν τη της Αρμενίας Μελιτηνή τω 377 εξ αποκαλύψεως. Τριετής αφιερώθη τω Θεώ, παραδοθείς Οτρηΐω τω της πόλεως επισκόπω, όστις ανέθετο την παιδαγωγίαν αυτού τοις αναγνώσταις Ακακίω και Συνοδίω, οίτινες ``επί ευγενεία και σωφροσύνη συνέσει διαπρέποντες, προς τη θεία Γραφή και την έξω παιδείαν όντες ησκημένοι, επαίδευσαν τούτον ακροτάτην ευσέβειαν``. Το υπέρ ηλικία πρόθυμον και η πεφωτισμένη διανοία του Ευθυμίου διήγειραν τον θαυμασμού του διδασκάλου αυτού Ακακίου, ον κατά πάντα μιμούμενος ο Ευθύμιος ``ουδόλως εποιείτο μνείαν ποικίλης τροφής, ουδέ εφίετο κενής δόξης``. Εν τη Εκκλησία ευρισκόμενος παρίστατο ``εν απερισπάστω καρδία, εν αμετεωρίστω νοΐ, και μετά κατανύξεως`` τον δε άλλον χρόνον εσχόλαζεν εν ψαλμωδία και προσευχή ``και ταις των θείων λογίων αναγνώσεσι διανυκτερεύων και διημερεύων``. Ούτως ασκούμενος, κατόρθωσε την ``από γλώσσης εγκράτειαν, την τελείαν ακτημοσύνην, και την αληθινήν ταπείνωσιν``. Σοφίσασα δε αυτόν ούτως η του Θεού οικονομία, ανέδειξεν ονομαστόν και περιβόητον, αφίκετο δε επί των αρετών τελειότητα` όθεν ``χειροτονείται ακουσίως πρεσβύτερος``, και ανατίθεται αυτώ ``το προΐστασθαι των κατά πόλιν μοναστηρίων και ασκητηρίων``. Θεωρήσας όμως την φροντίδα ταύτην εμπόδιον της αρετής, αναχωρεί τω 29 έτει 406] της αυτού ηλικίας εις Ιεροσόλυμα` προσκυνήσας δε πάντας τους σεβασμίους τόπους, και ``τοις κατ` έρημον θεοφόροις πατράσι παραβαλών και ωφεληθείς εκ της εκάστου πολιτείας``, επιστρέψας κατώκησεν εν τινί αναχωρητικώ σπηλαίω της λαύρας Φαράν, ένθα εργαζόμενος την ``σειράν, προς το μη επιβαρήσαι τινά, αλλά και τω χρεία έχοντι μεταδιδόναι`` ετρέφετο εκ του ιδίου κόπου. Ούτως απαλλαγείς πάσης γηΐνης μερίμνης εφρόντιζε πως αρέσει Θεώ, ως άριστος γεωργός τας ακάνθας των παθών προρρίζους εκτέμνων και των αρετών επιμελούμενος. Ενταύθα συνεδέθη διά φιλίας μετά γείτονος τινός συνασκητού Θεοκτίστου καλουμένου, ομογνωμόνος αυτώ εν πάσι, μετά του οποίου απήρχετο εν τη ερήμω κατά τον καιρόν της τεσσαρακοστής, ``πάσης ανθρωπίνης συναναστροφής χωριζόμενοι, ομιλείν τω Θεώ ποθούντες εν ησυχία διά της προσευχής``, διέμενον δε μέχρι της των Βαΐων εορτής. Ούτω διήλθον εν Φαράν πέντε έτη [406-411].
Αλλά ο διά τοσούτων αρετών κεκοσμημένος Ευθύμιος, δεν ήτο δυνατόν να διέλθη τον βίον αυτού εν αφανεία εν τω της Φαράν σπηλαίω, διότι ην προορισμένος δι ευρείαν δράσιν διά της θείας Προνοίας. Αναχωρήσαντες εκ της Φαράν ο Ευθύμιος και Θεόκτιστος τη 11 Ιανουαρίου 411, και απερχόμενοι ως συνήθως εν τη ερήμω, εύρον εν χειμάρρω τινί [νυν Ουάδη Δαμπόρ] σπήλαιον κρημνώδες, αλαλίαν κατάλληλον τω σκοπώ αυτών, ένθα και διήλθον τας ημέρας της Τεσσαρακοστής. Ευχαριστηθέντες δε διά της του τόπου ησυχίας, δεν επέστρεψαν εις Φαράν, αλλ` έμειναν ενταύθα επ` αρκετόν, ουδενός τα κατ` αυτούς γινώσκοντος. Αργότερον μαθόντες την διαμονήν αυτών οι εκ Φαράν Πατέρες, ερχόμενοι επεσκέπτοντο αυτούς` δύο δε εξ αυτών Μαρίνος και Λουκάς καλούμενοι προσετέθησαν τη συνοδία αυτών. Μετά μικρόν προσήλθον και έτεροι εκ του κόσμου, ελκυσθέντες διά του εναρέτου βίου και της διδασκαλίας του Ευθυμίου, τους οποίους δεχόμενος, παρέδιδεν υπό την προστασίαν του Θεοκτίστου, μόλις μετά πολλών παρακλήσεων δεχθέντος τούτο, μηδέν δε ποιούντος άνευ της γνώμης του Ευθυμίου. Πληθυνθέντων των αδελφών εσκέπτοντο ίνα συστήσωσιν λαύραν ενταύθα` το απόκρημνον όμως του τόπου επειδή εκώλυε τους αδελφούς ίνα έρχονται εν καιρώ νυκτός εις την Εκκλησίαν, συνέστησαν κοινόβιον. Λεπτομέρειαι σαφείς δεν διεσώθησαν περί του κοινοβίου τούτου, του πρώτου εν Παλαιστίνη. Εκ των σωζομένων όμως ειδήσεων βλέπομεν επίδρασιν ενταύθα του Αιγυπτιακού κοινοβιακού μοναχισμού. Παρ` Αιγυπτίοις απηγορεύετο το λαλείν εν τη Εκκλησία και τη τραπέζη, το αυτώ παρήγγειλε και ο Ευθύμιος τοις υπ` αυτόν μοναχοίς. Εδίδασκε τους ήδη αποταξαμένους μη έχειν ίδιον θέλημα, και εν πρώτη τάξιν τηρείν την ταπεινοφροσύνην και την υπακοήν, αναμένειν αεί την ώραν του θανάτου, και την φοβεράν ημέραν της κρίσεως` φοβείσθαι την απειλήν του αιωνίου πυρός ποθείν δε της δόξας της βασιλείας των ουρανών` ως όπλα του μοναχού υπεδείκνυε την μελέτην, την διάκρισιν, την σωφροσύνην και την κατά Θεόν υπακοήν. Τοις νεωτέροις μοναχοίς ιδίως συνίστα ``προς τη ένδον φυλακή και σωματικώς κοπιάν`` εν τω εργοχείρω, και ταις λοιπαίς εργασίαις του κοινοβίου. Ο Άγιος Σάββας 10 έτη διεμείνας ενταύθα [457-467] διαφόρως εδοκιμάσθη εν πάσι τοις διακονήμασιν ``υδροφορών και ξύλα κομίζων , και πάσι διακονούμενος και γεγονώς επί ικανόν χρόνον βουρδουνάριος, και άλλας διακονίας εγχειρισθείς`` και των άλλων αδελφών ``προς εν φορτίον μανουθίων [=θάμνων] κοπτόντων εν τη ερήμω… αυτός τρία καθ` ημέραν κόπτων απεκόμιζε τω κοινοβίω [Βίος Αγ. Σάββα, κεφ. Η`. Βραδύτερον εν τοις κοινοβίοις του θείου Σάββα, όστις ``διά σπουδής παντοίως ηκολούθει τη του Μεγάλου Ευθυμίου διαγωγή προς τω σωματικώ κόπω [οι αρχάριοι] εμάνθανον το ψαλτήριον και τον της ψαλμωδίας κανόνα, και την μοναχικήν ακρίβειαν`` [αυτόθ. Κεφ. Ια], υπό γηραιών μοναχών.
Ο ιστορικός Ευάγριος ως εξής περιγράφει τα του Παλαστινείου κοινοβιακού βίου της υπ` όψει ημών εποχής. ``Οι μεν γαρ αγεληδόν ζώντες [εν κοινοβίοις] ουδενί των εις γην βριθόντων κρατούνται` ου χρυσός γαρ αυτοίς εστί. Τις δ` αν φαίην χρυσός, ότε ούτε ιδική τις εσθής, , ουδέ τι των εδωδίμων; Ο γαρ νυν τις αμπέχεται τριβώνιον ή εξωμίδα, τούτο μετά σμικρόν έτερος αμφιέννυται, ως και την των πάντων εσθήτα ενός είναι δοκείν, και την ενός απάντων. Και κοινή τράπεζα παρατίθεται, ουκ όψοις κεκαρυκευμένη, ουδέ τινί των άλλων εδεσμάτων, λαχάνοις δε και οσπρίοις μόνοις δεξιουμένη, ες τοσούτον χορηγουμένοις όσον αποζήν και μόνον. Κοινάς δε τας προς Θεόν λιτάς διημερεύουσι τε και διανυκτερεύουσιν, ούτω σφας εκθλίβοντες, ούτω τοις πόνοις πιέζοντες, ως τάφων άνευ νεκρούς αυτούς δοκείν υπό γην οράν. Οι πολλάκις μεν και τας καλουμένας υπερθεσίμους πράττουσι διήμεροι και τριήμεροι τας νηστείας εκτελούντες. Εισί δε οι και πεμπταίοι οι και προς, και μόλις της αναγκαίας μεταλαμβάνουσι τροφής`` [Εκκλ. Ιστ. Βιβλ. Α`, κεφ. Κα, πατρολ. Τ. 86,2, σ. 2477]. Εκ των ανωτέρω βλέπομεν επιτρεπομένην την πλειοτέραν άσκησιν παρά τοις δυναμένοις εκ των μοναχών εν τω κοινοβίω. Ο Κυριακός καίτοι εν τω κοινοβίω του Αββά Γεράσιμου ευρισκόμενος εκράτει `` την των αναχωρητών πολιτείαν διά δύο εσθίων [ενθ. Αν.] ομοίως και παρά τοις Ταβεννησιώταις συνεχωρείτο `` εκάστω κατά δύναμιν φαγείν και πιείν`` και μήτε το νηστεύειν εκωλύετο μήτε το φαγείν [Λαυς. Ιστ. Κεφ. Λβ`] εν τούτοις όμως ο Μέγας Ευθύμιος ``ελυπείτο όταν εώρα αδελφόν και μάλιστα νέον βουλόμενον υπέρ την συνοδίαν εγκρατεύσασθαι``.
Τον κοινοβιακόν βίον ο Μέγας Ευθύμιος παρεδέχετο ως εισαγωγικόν του Λαυρεωτικού, το δε σύστημα τούτο ηκολούθησαν πάντες οι Παλαιστινοί Πατέρες. Την εν τω κοινοβίω παραμονήν των αρχαρίων, και ιδίως των νεωτέρων και αγενείων, εθεώρει μάλλον αρμόζουσαν ``όπως μη σκάνδαλον τι προς λογισμούς ατόπους των αδελφών τοις υπολοίποις υπάρχοιεν`` [βίος Κυρ. κεφ. 8]. Δια τούτο τω μεν Αγίω Σάββα προσελθόντι βραδύτερον [458] έλεγεν: ``ουκ έστι δίκαιον, τέκνον, νεώτερον σε όντα εις την Λαύραν μένειν, μάλλον γαρ νεωτέροις εν κοινοβίω λυσιτελές`` βίος Αγ. Σάββα, κεφ ζ], τον δε Κυριακόν [467] επίσης νεώτερον τυγχάνοντα ενέδυσε μεν το μοναχικόν σχήμα, απέστειλεν όμως εν τω κοινοβίω του Αββά Γερασίμου. Εδέχθη άπαξ τους τρεις νεώτερους Καππαδόκας εν τη αρχή της συστάσεως της Λαύρας, αλλά τούτο εποίησεν υπείκων τη εν τη νυκτί εκείνη οφθείση αυτώ οπτασία. Και ο συγχρονίσας τω Αγίω Ευθυμίω Αββά Γεράσιμος ``τους αρχαρίους εν τω κοινοβίω μένειν και παιδαγωγείσθαι την μοναχικήν πολιτείαν ενομοθέτησεν `` [βίος, κεφ. 2]. Ομοίως και ο Σάββας ο κατά πάντα επόμενος ταις παραδόσεσι του Γέροντος αυτού Ευθυμίου ``όταν κοσμικούς τινάς εδέχετο, αποτάξασθαι βουλομένους… εις το προς το αρκτώον μέρος της Λαύρας κοινόβιον… εμμένειν εκέλευσεν`` [βίος, κεφ. Κη]. Αγνοείται ο χρόνος της δοκιμασίας των εν τω κοινοβίω αρχαρίων, φαίνεται όμως ότι θα ήτον μακρός, διότι βλέπομεν τον Κυριακόν 9 έτη εναρέτως βιώσαντα παρά τω κοινοβίω του Αββά Γερασίμου, και όμως δεν παρεχωρήθη αυτώ κελλίον εν τη Λαύρα` ωσαύτως και τω Σάββα επί 10 έτη ευδοκίμως ζήσαντι εν τω του Θεοκτίστου, επετράπη κατ` ιδίαν ησυχάσαι δεν συνηριθμήθη όμως μετά των μοναχών της Λαύρας. Ο Άγιος Σάββας τότε επέτρεπε την είσοδον των αρχαρίων εν τη Λαύρα, ότε πρώτον εδοκίμαζεν αυτούς ``τον της ψαλμωδίας κανόνα ακριβώς μεμαθηκότας, [εν τω κοινοβίω] και ικανούς γεγονότας τον εαυτών νουν τηρείν και καθαρεύειν της των κοσμικών μνήμης την διάνοιαν, και προς τους αλλοτρίους λογισμούς ανταγωνίζεσθαι``, όποτε `` παρέχειν αυτοίς κελλία εις την Λαύραν`` [βίος, κεφ. Κη]. Διεβεβαιούτο δε ``ώσπερ άνθος προηγείται καρποφορίας, ούτως ο κοινοβιακός βίος του αναχωρητικού προηγείται`` βίος Ιωάννου Ησυχαστού, κεφ. 7]. Ούτως επί μακρόν παιδαγωγούμενοι εν τω κοινοβίω οι αρχάριοι επαιδεύοντο την ακρίβειαν του μοναχισμού, ότε δε βραδύτερον παρείχετο αυτοίς κελλίον εν τη Λαύρα ηδύνατο έκαστος να ηγωνισθή κατ` ίδιαν και να αποκομίση καρπούς των ιδίων πόνον. Εδίδετο δε και αφορμήν εκ τούτο τοις αρχαρίοις προς άμιλλαν, διότι η από του κοινοβίου εις την Λαύραν είσοδος εσήμαινε ευδοκίμησιν` τούτον δε βλέποντες οι συνάδελφοι αυτού ανερχόμενον υψηλότερον αυτών αναμφιβόλως θα εκινούντο εις άμιλλαν.
Ο Λαυρεωτικός βίος ην αυστηρότερος του κοινοβιακού` ενταύθα έκαστος μοναχός είχεν ίδιον κελλίον, εν ω εν τω κοινοβίω ``τρεις κατά κέλλαν`` έμενον κατά τον Αγίου Παχωμίου βίον [λαυς. Ιστ. Λη]. Τα κελλία της Λαύρας ήσαν απομεμονωμένα και απείχον κατά διαφόρους αποστάσεις αλλήλων, όπου δε επέτρεπεν ο τόπος απετελούντο και εκ σπηλαίων. Βραδύτερον [460] η βασίλισσα Ευδοκία θεασαμένη εφ` υψηλού τόπου τα κελλία της Λαύρας του Αγίου Ευθυμίου ηπλωμένα εν τη ερήμω, ανεμνήσθη του εν Αριθμοίς ρητού ``ως καλοί οι οίκοι σου Ιακώβ, αι σκηναί σου Ισραήλ`` [κδ. 4]. Κέντρον της Λαύρας ήτο η Εκκλησία, ένθα κατά Σάββατον και Κυριακήν συναθροιζόμενοι οι εν τοις κελλίοις μοναχοί και αγρυπνούντες μετελάμβανον των Αγίων Μυστηρίων. Διδάσκων αυτούς ο Μέγας Ευθύμιος έλεγεν ``οφείλει είναι ο μοναχός όλος οφθαλμός, πάντοθεν εαυτόν περισκέπων και ακοίμητον έχων προς την αυτού φυλακήν το της ψυχής όμμα, ως εν μέσω παγίδων διοδεύων αεί. Πάση τοίνυν φυλακή έκαστος τηρείτω την εαυτού διανοίαν, και μετά φόβου και τρόμου την εαυτού σωτηρίαν κατεργαζέσθω, ευτρεπισμένος ων προς την της ψυχής και του σώματος έξοδον, μήποτε τη φιληδονία συναπαγόμενος εν τω καιρού της εξόδου αφορήτως οδυνήθη``. Ο δε ηγιασμένος Σάββας ομιλών περί του εν Λαύρα μοναχού έλεγε: ``δει τον κελλιώτην είναι μοναχόν διακριτικόν, και σπουδαίον αγωνιστήν, νηφάλιον και σώφρονα, κόσμιον, διδακτικόν, ου μέντοι διδασκαλίας χρήζοντα, ικανόν τε και τα μέλη του σώματος χαλιναγωγήσαι και τον νουν ασφαλώς τηρείν`` [κεφ. Κη]. Ιδίως ο εν τη Λαύρα του Αγίου Ευθυμίου βίος ήτο αυστηρός, και τούτου ένεκεν οι μοναχοί Μάρων και Κλημάτιος ``προς το ταχύ της αγωγής και της διαίτης αυτής απαγορεύσαντες`` εσκέπτοντο να αναχωρήσωσι κατά την νύκτα κρυφίως. ``Τα κελλία της Λαύρας, στενά λίαν και παραμύθητα ήσαν, ούτως αυτά του Μεγάλου Ευθυμίου κελεύσαντος``. Αυστηρότης δε απαντάται ου μόνον ενταύθα, αλλά και εν ταις άλλαις συγχρόνοις Λαύραις` ούτως όταν αναχωρηταί τίνες προσήλθον τω Αββά Γερασίμω αιτούντες, ίνα επιτρέψη αυτοίς ``ύδωρ τε θερμαίνειν και εψητού μετέχειν και υπό λύχνον αναγινώσκειν``, απήντησεν αυτοίς: ``Εγώ… ουδαμώς εφήσω παρ όλον δη μου τον της ζωής χρόνον όλον τούτον παρ αναχωρηταίς γενέσθαι`` [βίος, κεφ. 8]` και διετηρείτο μεν αύτη ζώντος του Αγίου Ευθυμίου, μετά δε την τελευτήν αυτού βλέπομεν ``την του κοινοβίου διαγωγήν αλλασσομένην, άτε δη των της μονής Πατέρων [Ευθυμίου και Θεοκτίστου] τελειωθέντων``. Ο Λαυρεωτικός βίος συστηθείς πρώτον εν Παλαιστίνη φέρει στοιχεία Σκητιωτικού βίου, ον πρώτος εισήγαγεν εξ Αιγύπτου ο Ιλαρίων, εβελτίωσεν ο Χαρίτων, ανύψωσεν ο Ευθύμιος ιδίως διά του παρ` αυτού εισαχθέντος κοινοβιακού βίου και εφαρμοσθέντος ως εισαγωγικού εις τον Λαυρεωτικόν. Το σύστημα τούτον δεν απαντάται κατά την υπ` όψει ημών εποχής εν Αιγύπτω, ουδέ το έθος του επέρχεσθαι εις τας ερήμους, κατά τον χρόνον των Νηστειών, όπερ πρώτος εισήγαγεν ο Ευθύμιος εν Παλαιστίνη, ουχ ήττον όμως ο Αιγυπτιακός μοναχισμός μεγίστην επίδρασιν έσχεν επ` αυτού. Ούτως ως γνώμονα του βίου αυτού είχεν την πολιτείαν του Μεγάλου Αρσενίου `` πάσαν σπουδήν ποιούμενος τούτου μιμείσθαι τας αρετάς . ηδέως δε ήκουε των εξ Αιγύπτου παραβαλλόντων αυτώ τιμίων Πατέρων, διεξερχομένων τας εκείνου πολιτείας``. Ότε ο πατριάρχης Αναστάσιος [458] παρεκάλει κατελθείν και ασπάσασθαι αυτόν, απήντησεν αυτώ ο Ευθύμιος ό,τι ο Μέγας Αρσένιος τω Αλεξανδρείας Θεοφίλω εν παρομοία περιστάσει. Την των αγενείων εν τη Λαύρα απαγόρευσιν, ην πρώτος ο Ευθύμιος εφήρμοσεν, παρέλαβεν εκ παραδόσεως, ην ``οι αρχαίοι της Σκήτεως ενομοθέτησαν`` [βίος Αγ. Σάββα, κεφ. 29]. Εν τη διδασκαλία αυτού προς Μάρωνα και Κλημάτιον φέρει παραδείγματα Αιγυπτίων μοναχών, μνημονεύει αποφθεγμάτων Μωϋσέως του Αιθίοπος, Αγάθωνος και Βησσαρίωνος` εν τω επεισοδίω του μοναχού Αιμιλιανού διηγήσατο τοις συναχθείσι μοναχοίς διήγημα , όπερ ``γέροντες Αιγύπτιοι διηγήσαντο αυτώ``. Τέλος αυτά τα ενδύματα των μοναχών, το κολόβιον, το κουκούλιον, το παλλίον, και η αντί στρωμνής χρησιμεύουσα ψίαθος, έχουσι την προέλευσιν εξ Αιγύπτου` και βεβαίως ο επί τοσούτον ευδοκιμήσας μοναχικός βίος εν Αιγύπτω δεν ηδύνατο παρά να επιβληθή. Ούτως ο Μέγας Ευθύμιος ρυθμίσας τα του μοναχικού βίου εν Παλαιστίνη, συνετέλεσεν όπως φθάση εις την ακμήν εκείνην την όντως χρυσήν κατά τον Ε` αιώνα, ``μέγας φωστήρ`` και ``ήλιος τη ερήμου`` διατελέσας κατά Θεόδωρον τον Στουδίτην [κατ. Λ και ρι, εκδ. Πετρ.] και ``φανώτατος αστήρ`` [Τριώδιον, Γ` της Τυρινής γ ωδή]` παλαίσας δε ανδρικώτατα κατά της αιρέσεως του Μονοφυσιτισμού, και ικανά πλήθη επιστρέψας εις τον χριστιανισμόν, ίνα μηδέ εν τούτω υστερή των μεγάλων ερημιτών πατέρων Ιλαρίωνος και Χαρίτωνος, ανεπαύθη τη 20 Ιανουαρίου 473.
Διάδοχος αυτού εξελέγη ο οικονόμος της Μονής Θεοκτίστου ο εξ Ιεριχούντος Ηλίας [473-511]. Λογγίνος δε προΐστατο της κάτω Μονής` ενταύθα διαμένων ο θείος Σάββας ``και θεασάμενος την του κοινοβίου διαγωγήν αλλασσομένην, άτε δη των της μονής Πατέρων [Ευθυμίου και Θεοκτίστου τελειωθέντων, ανεχώρησεν επί την ανατολικήν έρημον, του εν Αγίοις Γερασίμου το τηνικαύτα φωστήρος δίκην εκλάμποντος, και εν τη κατά τον Ιορδάνην ερήμω τα της θεοσεβείας κατασπείροντος σπέρματα`` [βίος Αγ. Σάββα, κεφ. Ιβ]
Τω 480 κρημνισθέντων των της Λαύρας κελλίων ωκοδομήθη κοινόβιον, πληρωθείσης της προρρήσεως του Αγίου Ευθυμίου, ου τα εγκαίνια ετελέσθησαν τη 7 Μαΐου 483. Εν τω τυπικώ του Αγίου Σάββα διεσώθη η εξής διάταξις την αρχήν λαβούσα εκ του κοινοβίου. Τη Παρασκευή της πρώτης εβδομάδος των Νηστειών μετά την απόλυσιν των προηγιασμένων ``εισερχόμεθα εις την τράπεζαν μεταλαμβάνοντες οίνου και ελαίου διά τον Άγιον Θεόδωρον]. Τούτο γαρ παρελάβομεν εις την Λαύραν του Οσίου πατρός ημών Σάββα, και του κοινοβίου του Οσίου και μεγάλου Ευθυμίου, αλλ` ου ποιούμεν αυτό νυν διά το της ημέρας αιδέσιμον``. Το 485 εξ αφορμής αφιερωθέντων χρημάτων εις αμφότερα τα κοινόβια υπό του Τερέβωνος, και του ήδη προχειρισθέντος ηγουμένου Παύλου εν τω του Θεοκτίστου αδικώτερον φερομένου, αι υπό ενός οικονόμου έως τότε κυβερνώμεναι δύο μοναί, κατ` εντολήν του Αγίου Ευθυμίου, εχωρίσθησαν. Ένεκα των σκανδάλων τούτων Κυριακός ο βραδύτερον αναχωρητής, από του 475 διαμένων εν τω κοινοβίω, ήδη προαχθείς εις διάκονον και ως οικονόμος διατελέσας, αναχωρείς εις την του Σουκά Λαύραν [Βίος Κυριακού, κεφ. 7]. Τότε το του Ευθυμίου κοινόβιον ηγόρασε ξενοδοχείον εν Ιεροσολύμοις παρά της λαύρας Σουκά, και πιθανόν κατά την αυτόν εποχήν και το εν Ιεριχούντι [Βίος Ιωάννου Ησυχαστού, κεφ. 22].
Το 511 διεδέχθη τον Ηλίαν εν τη ηγουμενία Συμεωνίος ο εξ Απαμείας μέχρι του 513, τούτον δε Στέφανος ο Άραψ μέχρι του 534. Τη συνοδεία του Στεφάνου τούτου και Ευθαλίου ηγουμένου των ευνούχων, απήλθεν ο Άγιος Σάββας [518] προς επίσκεψιν του Πατριάρχου Ηλία, εξορίστου όντως εις Αϊλάν. Εν δε τω πενταετεί της Παλαιστίνης λιμώ [516-521] ο θείος Σάββας ``αντελαμβάνετο και των αρχαίων δύο κοινοβίων των Αγίων Πατέρων Ευθυμίου και Θεοκτίστου`` [βίος Αγ. Σάββα, κεφ. Νη]. Εκ δε της πληροφορίας ταύτης μανθάνομεν ότι διετηρείτο το του Θεοκτίστου κοινόβιον, και αύτη είναι η τελευταία. Τω 534 διεδέχθη τον Στέφανον Θωμάς ο Απαμεύς μέχρι του 543. Αγνοείται εάν η από του 537 διαδοθείσα εις πάσας σχεδόν τας μονάς της Παλαιστίνης αίρεσις των Νεολαυριτών Ωριγενιστών μοναχών, εισεχώρησε και εν τοις κοινοβίοις του Αγίου Ευθυμίου` εκ της σιωπής όμως του Κυρίλλου, φαίνεται, ότι δεν έλαβον τουλάχιστον ενεργόν μέρος.
Το 543 διεδέχθη τον Θωμάν ο Λεόντιος. Εκ της προτοπής Ιωάννου του Ησυχαστού προς τον Κύριλλον ``ει βούλει σωθήναι την μονήν του Μεγάλου Ευθυμίου ώκησον`` [βίος, κεφ. 22], και εκ των επιτελουμένων θαυμάτων εν τω τάφω του Αγίου Ευθυμίου, τον κοινόβιον αυτού φαίνεται ακμάζων, εν ω διά του Θεοκτίστου στερούμεθα ειδήσεων. Από της εμφανίσεως όμως του Αγίου Σάββα εν τω ορίζοντι, διά της ιδρύσεως της μεγίστης λαύρας και των λοιπών αυτού κοινοβίων, επεσκιάσθησαν οπωσούν τα του Ευθυμίου κοινόβια.
Το 578 ο ηγούμενος Γερόντιος διηγήθη τω 21 διήγημα τω Ιωάννη Μόσχω, επισκεφθέντι τον κοινόβιον. Εν τη περιηγήσει αυτού εις Αίγυπτον εύρεν ούτος αναχωρητήν τινά Θεόδωρον παρά τω Πορφυρίτη, όστις`` ην εκ της μονής του Αββά Ευθυμίου`` κεφ. 124]. Εντεύθεν η ιστορία του κοινοβίου καθίσταται σκοτεινή ελλείψει ειδήσεων.
Τω 614 αλωθείσης της αγίας πόλεως υπό των Περσών και δι Ιεριχούντος πορευομένων αυτών εις Δαμασκόν, πάσαι αι εν τη κατά τον Ιορδάνην ερήμω μοναί υπέστησαν ανεπανορθώτους ζημιάς. Μόλις δε συνήλθον εκ της δοκιμασίας ταύτης, επέρχεται η αραβική κατάκτησις τω 637, ότε ολίγαι μόνον σημαντικαί μοναί, ηδυνήθησαν να ανθέξωσιν επί πλέον, μεταξύ των οποίων και το του Ευθυμίου κοινόβιον, του οποίου η ιστορία κατά τους εφ` εξής αιώνας σκοτεινοτάτη τυγχάνει. Προς ταις δοκιμασίαις ταύταις μέγας σεισμός επελθών τω 659-660 κατέστρεψε την Ιεριχώ μονάς τινάς και ιδίως το του Ευθυμίου κοινόβιον.
Τω 730-740 ο εκ του κοινοβίου Αββάς Σέργιος, κατήγγειλε τον ηγούμενον αυτού Αναστάσιον φρονούντα ότι ο Τρισάγιος Ύμνος αναφέρεται μόνον εις τον Υιόν, και λέγοντα ότι το τοιούτον φρόνημα έχει και ο Δαμασκηνός, όπερ μαθών ούτος απήντησεν εις τον ενάρετον Αρχιμανδίτην Ιωάννην αποδείξας ότι ο τρισάγιος ύμνος αναφέρεται εις όλην την Αγίαν Τριάδα. [Πατρ. Τ. 95, σ. 21-62]
Κατά Μάρτιον του 796 οι εκ του Κοινοβίου του Ευθυμίου απέστειλαν τοις Σαβαΐταις μοναχοίς επιστολίδιον, δηλούντες αυτοίς ληστρικήν συμμορίαν μέλλουσαν επιτεθήναι κατά της μεγίστης λαύρας.
Τω 809 το κοινόβιον είχε 30 μοναχούς. Κατά το έτος τούτο διηγείται ο χρονογράφος Θεοφάνης συν τη αγία πόλει ελεηλατήθησαν και αι λαύραι των Αγίων Χαρίτωνος, Σάββα, Θεοδοσίου και Ευθυμίου και τα λοιπά μοναχικά καθιδρύματα. [τ. β`, σελ. 281, εκδ. Βόννης 1828].
Τω 817-819 Θεόδωρος ο Στουδίτης έγραψεν επιστολάς εις τους μοναχούς των μονών Αγίου Σάββα, Θεοδοσίου, Χαρίτωνος και Ευθυμίου, διεκτραγωδών την της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως κατάστασιν.
Εν τη εποχή των Σταυροφόρων [1099-1291] τα εν τη ερήμω μοναστήρια απήλαυον ησυχίας τινός, διότι περιεσπώντο ούτοι περί άλλα. Τω 1107 ο Ρώσσος ηγούμενος Δανιήλ επισκεφθείς τους Αγίους Τόπους τα εξής αναφέρει περί του κοινοβίου. ``προς ανατολάς της λαύρας του Αγίου Σάββα όπισθεν του όρους εις απόστασιν τριών βερστίων, ευρίσκεται το μοναστήριον του Αγίου Ευθυμίου` το λείψανον δ` αυτού αναπαύεται εν αυτώ μετά λειψάνων πολλών Αγίων Πατέρων. Το μοναστήριον τούτο κείμενον εν φάραγγι και περιλαμβανόμενον μακράν υπό πετρωδών ορέων, κυκλούται υπό τοίχου και κέκτηται ωραίαν και υψηλήν εκκλησίαν. Το μοναστήριον του Αγίου Θεοκτίστου ην έγγιστα εις τους πρόποδας του όρους προς νότον του μοναστηρίου του Αγίου Ευθυμίου. Τα νυν δ` είναι κατεστραμμένον υπό των απίστων`` [Οδοιπορικά, σελ. 310]. Η περιγραφή αυτή ανόμοιος ούσα προς τας τοποθεσίας Νέμπι Μούσα Χαν Ελ Άχμαρ, αρμόζει μάλλον προς την του Θεοκτίστου και Χοζεβά, ως κειμένων εντός φάραγγος. Βεβαίως δεν δυνάμεθα να παραδεχθώμεν ως φάραγγα τον χείμαρρον Ουάδι Ελ Χοδ, εις ολίγην απόστασιν διερχόμενον προ του Χαν Ελ Αχμάρ, και συνεπώς αι πληροφορίαι αυταί, ως φαίνεται, δεν εγράφησαν εξ ιδίας αντιλήψεως, αλλά εκ διαδόσεων.
Μανουήλ ο Κομνηνός, αυτοκράτωρ της Κωνσταντινουπόλεως [1143-1180], δωρείται τω κοινοβίω πολύτιμον κώδικα περιέχοντα 30 ομιλίας Ιωάννου του Χρυσοστόμου εις την Μωσαϊκήν Γένεσιν, σωζόμενον μέχρι του νυν εν τη βιβλιοθήκη του ιερού ημών Κοινού υπ. αριθμ. 39 της Σαββαΐτικης Συλλογής. ``Η τοιαύτη βίβλος εστίν ψυχική δωρεά του Μεγάλου Κομνηνού εις την μονήν του Οσίου Πατρός ημών Ευθυμίου``. Της δε μονής καταλυθείσης το βιβλίον εις το Κυριακόν μετηνέχθη τάφον, κατά την επί φύλλου τινός εκ χάρτου υπόμνησιν Σωφρονίου του Ε` [1771-1775] Πατριάρχου Ιεροσολύμων [Ιεροσολ. Βιβλιοθ. Τομ. Β`, σελ. 83]
Τω 1187 Ιωάννης ο Φωκάς επισκεφθείς το κοινόβιον τα εξής αναφέρει περί αυτού: ``Αντίκρυ δε της τοιαύτης μονής [της του Αββά Θεοδοσίου] δεξιώτερον, περί το βάθος της ερήμου του Ιορδάνου υπάρχει η μονή του Αγίου Ευθυμίου του Μεγάλου, και αυτή περιτετειχισμένη υπό τε πύργων και μεγάλων επάλξεων. Μέσον δε ταύτης ίσταται ο ναός κυλινδρωτήν και ούτος έχων την οροφήν, υποκάτωθεν δε τούτου εστί σπήλαιον, και μέσον αυτού τάφος του Μεγάλου Ευθυμίου, παρεμφερής τω μνήματι του Θεοφόρου Σάββα διά λευκού μαρμάρου και ούτος σκεπόμενος, εν ω και συναπετέθησαν και τα των Αγίων Πατέρων λείψανα Πασσαρίωνος και Δομετιανού``. Η περιγραφή αύτη πληρέστατα συμφωνεί προς την του Νέμπι Μούσα τοποθεσίαν διότι κείται εκ δεξιών της του αββά Θεοδοσίου, εν ω η του Χαν ελ Άχμαρ κείται εξ αριστερών. Η νότιος πλευρά του αρχαίου τείχους και μέρος της προς ανατολάς και σήμερον έτι σωζομένον, δεικνύουσιν ότι η μονή ην καλώς οχυρωμένη. Μετά την μονήν του Χοζεβά ``υπάρχει στενοεπιμήκης και τραχυτάτη οδός προς το κατόπιν απιούσα της ερήμου, μέχρις ης εν τω μεταξύ ραχία καθορώνται δύο… δεξιά μεν ουν …εστί το της Νεκράς θαλάσσης πλάγιον και ταύτης πέραθεν η Σηγώρ` ένθα δε μετά την έρημον ταύτην η μεγάλη έρημος του Ρουβά, μετά την δίοδον των δύο μονών, του Αγίου Ευθυμίου δηλονότι και της λαύρας οράται`` [οδοιπ. Σελ. 452-454]. Η έρημος του Ρουβά, ως γνωστόν, διεδέχετο την έρημον Καλαμώνος εκτεινομένης υπό της πηγής Άϊν Χάζλα [αγίασμα] μέχρι της Νεκράς θαλάσσης. Η δε τοποθεσία του Νέμπι Μούσα, ένθα η Σαβαϊτική παράδοσις τοποθετεί το του Ευθυμίου κοινόβιον, κειμένη πλησίον του τέρματος της ερήμου Καλαμώνος, κρατύνεται και υπό του Φωκά λέγοντος ``μετά την δίοδον των δύο μονών του Ευθυμίου ο Ρουβάς οράται``, ενώ το Χαν ελ Άχμαρ, ένθα άλλοι τοποθετούσι το κοινόβιον, απέχον 2 ½ ώρας απώτερον της του Νέμπι Μούσα τοποθεσίας, δεν δικαιολογείται υπό των ανωτέρων.
Εν Προσκυνηταρίω ΙΖ αιώνος απαντώνται τα εξής: ``Προς το βόρειον μέρος [της του Αγίου Σάββα λαύρας] ως μίλια στ` κείται το μοναστήριον του Αγίου Ευθυμίου`` [οδοιπ. Σελ. 562] το Νέμπι Μούσα κείμενον βορειανατολικώς απέχει πλέον των τριών ωρών εκ της λαύρας.
Ο εξ Ελλασώνος μοναχός Παρθένιος τα εξής αναφέρει εν τω ανεκδότω οδοιπορικώ αυτού: ``Και μετά δύο ώρας διάστημα από της του Αγίου Σάββα] φθάνεις εις την λαύραν [κοινόβιον] του Μεγάλου Ευθυμίου, η οποία είναι ερείπια έως θεμελίων` μόλις φαίνονται λείψανα των οικοδομών με διάφορα σημεία ευλαβείας, ήγουν χαραγάς του Τιμίου Σταυρού κα] με 12 στέρναις του νερού. Κακείθεν αναβαίνοντας ευθείαν οδόν προς δυσμάς μίας ώρας οδόν φθάνεις εις Βηθανίαν πατρίδα του Λαζάρου κωδ. Υπ. αριθμ. 587, πατριαρχ. Συλλογής]. Διά της περιγραφής ταύτης ίσως υπονοεί τα ερείπια του ελ Μουρασάς, απαντώμενα μίαν ώραν προς νότον της Βηθανίας επί εκτάκτου τοποθεσίας. Αλλ` είναι αδύνατον να παραδεχθώμεν ταύτα ως τοποθεσίαν του κοινοβίου, διότι το μεν κοινόβιον του Θεοκτίστου έκειτο 10 μίλια μακράν των Ιεροσολύμων ``από 3 δε [σημείων =μιλίων]`` απείχεν η λαύρα το και κοινόβιον ύστερον.
Ο δε Νεόφυτος εν τω ανεκδότω συγγράμματι αυτού περί Παλαιστίνης [Θέατρον Αγίας Γης] αντιγράφων τον Αδριχόμιον, παραδέχεται το Χαν ελ Άχμαρ [Μαρτυρίου] ως τοποθεσίαν της μονής Χοζεβά [558, 556]. Εν υποσημειώσει όμως λέγει: ``Πολλοί όμως θέλουσιν ότι η Μονή μεν αύτη εν τω χειμάρρω ή φάραγγι Φαράν εστίν η του Χοζεβά, η δε Νέππι Μούσα του Αγίου Ευθυμίου`` [αύτοθι].
Και τοιαύτη μεν ποικιλία γνωμών επικρατεί περί της τοποθεσίας του κοινοβίου του Αγίου Ευθυμίου. Ημείς παρεδέχθημεν ως τοιαύτη το Νέμπι Μούσαν, βασιζόμενοι επί της Σιναϊτικής παραδόσεως και του Φωκά. Την του Χαν ελ Άχμαρ, καθ` ημάς Μαρτυρίου, ως κειμένην πλησίον της εις Ιεριχούντας κατιούσης δημοσίας οδού, και συνεπώς στερούμενης απολύτου ησυχίας, ην τοσούτο ηγάπα ο Μέγας Ευθύμιος, εθεωρήσαμεν ακατάλληλον. Πως όμως, εάν έκειτο ενταύθα το κοινόβιον, ηδυνήθη να διατηρηθή μέχρι του ΙΓ` αιώνος, κείμενον πλησίον δημοσίας οδού, και υπό μικρού μόλις λόφου υποκρυπτόμενον, εν ω τόσαι άλλαι μοναί, καίτοι εν αποκέντροις τόποις κείμεναι, δεν διέφυγον την καταστροφήν; Τελευταία πληροφορία αναφέρεται η εξής: ``Μία εικών αρχαία της Θεοτόκου ευρεθείσα εις τα ερείπια του εν τη ερήμω του Ιορδάνου μοναστηρίου του Αγίου Ευθυμίου… επί σανίδος μεγέθους ενός και ημίσεως πήχεως κατά την ιδ` εκατονταετηρίδα και κομισθείσα εντεύθεν ετέθη εν τω εν Ιερουσαλήμ ποτέ Μετοχίω της μονής ταύτης [Θέατρον Αγίας Γης, σελ. 566, σημ. ε`]. Έκτοτε πλήρες σκότος επικρατεί` άγνωστον πότε κατελήφθη η Μονή υπό των κρατούντων και μετεβλήθη εις προσκύνημα, ως περιέχουσαν το τάφον του Προφήτου Μωϋσέως. Τα της καταλήψεως ως εξής διηγείται ο Νεόφυτος: ``Θέλουσι τινές των ημετέρων ότι ενταύθα μετήρχετο την ασκητικήν πολιτείαν και ερημικήν διαγωγήν, Αββάς τις χριστιανός Μωϋσής καλούμενος, ούπερ αποθανόντος και ταφέντος αυτόθι εν οσιότητι και δικαιοσύνη ετίμων οι πάλαι χριστιανοί τον αυτού τάφον. Κυριεύσαντες δε τους τόπους τούτους οι Άραβες υπέλαβον τούτον ως τον του Προφήτου Μωϋσέως[Θέατρο, σελ. 561]``. Ο θρύλος ούτος δεν έχεται αληθείας , διότι δεν αναφέρεται υπ` ουδενός άλλου. Ο τάφος του Αββά Μωϋσέως, ον ετίμων οι πάλαι χριστιανοί ην ο του Αγίου Ευθυμίου. Μάρτυρες η Σαβαϊτική παράδοσις, ο Φωκάς, αυτός ο Νεόφυτος όστις διηγούμενος τα ανωτέρω λέγει εν υποσημειώσει: ``Πολλοί όμως θέλουσι το Νέμπι Μούσα ως μονήν του Αγίου Ευθυμίου [σελ. 566]``. Τις οίδεν εάν οι του κοινοβίου μοναχοί προς αποφυγήν ενοχλήσεων επενόησαν το όνομα του Προφήτου Μωϋσέως, ον τοσούτον σέβονται οι Μουσουλμάνοι; Τις οίδεν πάλιν εάν ο υπέρμετρος σεβασμός αυτών δεν ήτο αιτίαν της αποδιώξεως των μοναχών και της οριστικής υπ` αυτών καταλήψεως της Μονής; Εκ σημειώσεως Σωφρονίου του Ε`[1771-1775], εν τω υπ. αριθμ. 57 Σαββαϊτικώ Κωδίκι και εκ της εξής πληροφορίας του Παρθενίου: ``Εκ της Νεκράς θαλάσσης ανεβαίνεις προς δυσμάς και ευγαίνεις απάνω εις ένα όρος και ευρίσκεις ένα προσκύνημα των εκείσε Αράβων Ισμαηλιτών`` [φύλλο 68β], βλέπομεν ότι ην κατειλημμένη τον παρελθόντα αιώνα. Τέλος το εν Ιεροσολύμοις μοναστήριον του Αγίου Ευθυμίου κατά τον Νεόφυτον ``ην ποτέ μετόχιον της Λαύρας [κοινοβίου], της εν τη ερήμω του Αγίου Ευθυμίου, και εις τούτο εκάθηντο αι αρχόντισσαι των Λαζών`` [Θέατρο, σελ.262, Δοσιθέου βιβλίο ΙΑ, σελ. 1166]. Ανακαινισθέντος αυτού υπό της Πορφυρογεννήτου θυγατρός Αλεξίου του β` [1293-1330] Άννης βραδύτερον, μετά την ερήμωσιν ίσως του εν ερήμω κοινοβίου, διετέλει ως ιδιαίτερον μοναστήριον του βασιλικού οίκου των Κομνηνών.
Ο βίος του Αγίου Ευθυμίου συνεγράφη μετά πάσης ακριβείας και λεπτομερείας υπό του μοναχού Κυρίλλου του Σκυθοπολίτου μονάσαντος εν τω κοινοβίω μετά 70 έτη από της τελευτής του Αγίου. Ο Κύριλλος εγεννήθη εν Σκυθοπόλει περί τω 524. Ότε το δεύτερον ο Άγιος Σάββας μετέβη εν τη πόλει ταύτη κομίζων διάταγμα του Ιουστινιανού [531], ελθών εν τη οικία του πατρός αυτού Ιωάννου, εύρεν τον Κύριλλον μικρόν παίδα, ον ευλογήσας είπε τοις γονεύσιν αυτού: ``Ιδού ο μαθητής μου Κύριλλος``` και ποιήσαντος μετάνοιαν ευλόγησεν αυτόν πάλιν, είπε δε προς τον πατέρα αυτού: ``Δίδαξον αυτόν το ψαλτήριον, ότι χρήζω αυτού, και γαρ από του νυν μαθητής μου εστί`` [βίος Αγ. Σάββα, κεφ. Οε]. Εν νεαρά ηλικία εισήλθεν εις μοναστήριον παρά την Σκυθόπολιν, ένθα τυχών της πρώτης παιδεύσεως ανέπτυξεν αυτήν διά της ιδίας φιλοπονίας. Βραδύτερον, τη ευλογία του ηγουμένου αυτού Γεωργίου και τη συγκαταθέσει της ιδίας μητρός, απήλθεν εις Ιεροσόλυμα κατά Νοέμβριον του 543 επί τη ευκαιρία των εγκαινίων της νέας Εκκλησίας της Θεοτόκου. Εκείθεν, κατελθών εν τη κατά του Αγίου Σάββα λαύρα, προς επίσκεψιν Ιωάννου του Ησυχαστού, προετράπη παρ` αυτού ίνα εκλέξη το του Ευθυμίου κοινόβιον ως διαμονήν αυτού, διέμεινεν εν τη του Καλαμώνος λαύρα ένθα ασθενήσας σοβαρώς και αθυμήσας, βλέπει καθ` ύπνους τον Ιωάννη λέγοντα αυτώ, όπως απέλθη εις Ιεριχούντα, ένθα ευρών μοναχόν τινά Γερόντιον εκ της του Ευθυμίου μονής να ακολουθήση αυτόν. Ούτω ποιήσας εισήχθη εις το κοινόβιον κατά Ιούλιον του 544. Διαμείνας ενταύθα 11 έτη, τη προτοπή Ιωάννου Ησυχαστού, μετώκησεν εν τη νέα λαύρα μετά των λοιπών ορθοδόξων μοναχών [554], διωχθέντων των εν αυτή Ωριγενιστών. Ενταύθα συνέγραψεν κατ` αίτησιν του ηγουμένου Γεωργίου τον του Ευθυμίου βίον. Τας περί αυτού πληροφορίας συνέλεξεν ο Κύριλλος εκ του Αναχωρητού Κυριακού, του Ησυχαστού Ιωάννου, του Σαρακηνού Τερέβωνος, του πρεσβυτέρου Θαλελαίου και άλλων, επί τη βάσει των οποίων συνέγραψε και τας λοιπάς βιογραφίας ή μοναχικάς ιστορίας των Αγίων Σάββα, Ιωάννου Ησυχαστού, Κυριακού, Αβραμίου, Θεοδοσίου και Θεογνίου, μετά θαυμαστής ακριβείας και εν πάση λεπτομερεία. Εκθέσας δε εν αυταίς τους κατά του Μονοφυσιτισμού και Ωριγενισμού αγώνας του μοναχισμού, λαμπρώς εξεικόνισε την όντως χρυσήν εποχήν του Παλαιστινείου μοναχικού βίου κατά τον Ε` και ΣΤ` αιώνα.
Ο υπό του Κυρίλλου συγγραφείς βίος εξεδόθη υπό του Montfaucon εν Analecta Graega, Παρίσι 1888, τ. α, σελ. 1-99 και υπό του Cotellerii εν τω Δ τόμω των Monumenta Ecclesiae Graecae 1692 , σελ. 1-99. Αλλ` αι εκδόσεις αυταί δεν έχουσι πλήρες το κείμενον του βίου, και ελλείπουσι α] το ΛΕ κεφάλαιον, σελ. 56-58 [κατά την ημετέραν έκδοσιν], περί του συστήματος της Λαύρας του Αββά Γερασίμου πραγματευόμενον, β] μέρος του ΜΓ μέχρι του ΜΣΤ, σελ. 70-73, από της κηδεύσεως του λειψάνου του Αγίου Ευθυμίου μέχρι της οικοδομής του κοινοβίου, άτινα εκτίθενται εν τη του Κοτελλερίου εκδόσει εκ του Μεταφραστού, και γ] εκ του ΜΖ μέρος μέχρι του ΝΗ, σελ. 75-92, από της των αγίων λειψάνων καταθέσεως υπό το θυσιαστήριον του κοινοβίου, μέχρι του ξενικού του συλήσαντος εκ του τάφου την χώνην. Το κείμενον της ημετέρας εκδόσεως ληφθέν εκ του υπ. αριθμ. 524 μεμβραϊνού Σιναϊτικού κώδικος αιώνος Ι-ΙΑ [κατά τον κατάλογον Gardthausen Οξφόρδη 1886] πλήρες ον, τυγχάνει τελειότερον των ανωτέρω εκδόσεων. Μόνον εν ταις σελίσιν 87, στίχος 24 και 25, και 88, στίχοι 26 και 27, ελλείπουσιν ολίγαι λέξεις εσβεσμέναι ούσαι εν τω χειρογράφω. Το κείμενον διηρέθη εις κεφάλαια, άτινα δεν απαντώνται εν τω χειρογράφω ως εν τω του Αγίου Σάββα βίω, ουδέ εν ταις ανωτέρω εκδόσεσιν` εγένετο δε αντιπαραβολή προς τη του Κοτελλερίου εκδόσεως κείμενον και εσημειώθησαν αι διαφοραί και ελλείψεις αμφοτέρων.
Επισκοπούντες τέλος τον εν Παλαιστίνη μοναχισμόν βλέπομεν αυτόν εργασθέντα υπέρ της διαδόσεως του χριστιανισμού, διακριθέντα ως άγρυπνον φρουρόν των της εκκλησίας παραδόσεων, διά της εν ταις Μοναίς παρεχομένης στοιχειώδους παιδεύσεως, αναπτυσσομένης διά της ιδίας φιλοπονίας εκάστου, συντελέσαντα εις την ανάπτυξιν των γραμμάτων. Προς τη δικκέλη και τη σκαπάνη οι μοναχοί εγχειριζόμενοι και την γραφίδα ησχολούντο οι μεν εις συγγραφάς, οι δε εις αντιγραφάς συγγραμμάτων. Οι μοναχοί ειργάσθησαν θερμώς υπέρ των ορθών δογμάτων. Πρωτοστατούντος του Μεγάλου Ευθυμίου, εν τη κατά του Μονοφυσιτισμού πάλη, Σάββα και Θεοδοσίου βραδύτερον μετά 10.000 μοναχών εν τη εν Ιεροσολύμοις εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, κατεδικάσθη υπ` αυτών η αίρεσις αύτη, ομοίως και ο Ωριγενισμός των Νεολαυριτών μοναχών. Ως πρόμαχοι της Εκκλησίας διεκρίθησαν και κατά τους εφεξής αιώνας. Εάν δε διεσώθη η ορθοδοξία και ο Χριστιανισμός εν Παλαιστίνη τούτο οφείλεται εις τους μοναχούς.
Μιμηθώμεν αυτούς και ημείς` εγκύψωμεν τη μελέτη του βίου αυτών, ίνα αρυώμεθα διδάγματα, άτινα λίαν ωφέλιμα εισίν, ιδία ημίν τοις συνεχίζουσι τας παραδόσεις εκείνων.

Εν Ιορδάνη τη 2 Ιανουαρίου 1913
Αυγουστίνος Μοναχός
Ιορδανίτης
πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σελίδες