ΣΥΛΛΕΓΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ e-ΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΤΙΣ ΣΕΡΒΙΡΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΟΘΟΝΗ ΣΑΣ...

31/3/11

Τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο 15% προτείνει το ΕΒΕΑ

Την μείωση του βασικού φορολογικού συντελεστή για τις επιχειρήσεις στο 15% και παράλληλα την δημιουργία κλίμακας συντελεστών ανάλογα με τον τζίρο των επιχειρήσεων ώστε η μικρές και οι μεσαίες να καταβάλλουν λιγότερους φόρους, -κατά τα πρότυπα της Πορτογαλίας-, προτείνεται μεταξύ άλλων σε μελέτη του ΕΒΕΑ που εκπόνησε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Γιάννης Βαρουφάκης σε συνεργασία με το Κέντρο Μελετών του Επιμελητηρίου, για τη φορολόγηση των επιχειρήσεων εν μέσω κρίσης.
Α. Οι βασικότερες προτάσεις οικονομικού χαρακτήρα που απορρέουν από την μελέτη είναι:
Α1. Μείωση του βασικού συντελεστή εταιρικού φόρου στο 15% και κλιμάκωση των συντελεστών ανάλογα με το τζίρο των επιχειρήσεων(παράδειγμα Πορτογαλίας όπου οι συντελεστές κυμαίνονται από 12,5% έως 24%)
Α2. Διατήρηση του συντελεστή αυτού για τουλάχιστον μια 5ετία ή έως ότου η ΕΕ συμφωνήσει να εναρμονίσει (ίσως στο πλαίσιο ενός Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας) τους συντελεστές.
Α3. Άμεση μείωση του ποσοστού προβεβαίωσης από 50% σε 20%, σε περίπτωση δικαστικής προσφυγής.
Α4. Κατάργηση του φόρου οχημάτων και νομική δέσμευση των ΟΤΑ να περιορίσουν στο επίπεδο του πληθωρισμού τις αυξήσεις των δημοτικών τελών.
Α5. Σε συνδυασμό με τα Α1 και Α4, δέσμευση του κράτους να περιοριστεί ο συντελεστής επιβαρύνσεων των επιχειρήσεων (ως προς τον τζίρο τους) από ένα επίπεδο άνω του 50% (που ισχύει σήμερα) σε επίπεδο που να μην ξεπερνά το 40% και αντιστρόφως ανάλογο με την αύξηση των συνολικών δημόσιων εσόδων από τις επιχειρήσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Β. Οι βασικότερες προτάσεις διοικητικού, πειθαρχικού και θεσμικού χαρακτήρα είναι:
Β1. Δημιουργία μηχανισμού που θα επιβάλει στις επιχειρήσεις τον διαχωρισμό των εισπραχθέντων ποσών του ΦΠΑ από τα υπόλοιπα έσοδα των επιχειρήσεων (sequestration) και άμεση απόδοσή του στο κράτος
Β2. Άμεση εφαρμογή της νέας Οδηγίας για την Καταπολέμηση των Καθυστερήσεων Πληρωμών στις Εμπορικές Συναλλαγές που προβλέπει την εντός 60 ημερών καταβολή των οφειλών του δημοσίου στις επιχειρήσεις, με επί πλέον πρόβλεψη για αυτοματοποιημένες ρήτρες εναντίον του δημοσίου σε περίπτωση υπέρβασης αυτής της προθεσμίας
Β3. Εξασφάλιση της διαφάνειας κατά την διάρκεια εφοριακών ελέγχων τόσο στην έδρα μιας επιχείρησης όσο και στις εφορίες. Π.χ. νομική επιβολή υπηρεσιακής μαγνητοφώνησης όλων των συνομιλιών μεταξύ ελεγκτών και εκπροσώπων των επιχειρήσεων, με δικαίωμα του κάθε μέρους να επικαλεστούν τα μαγνητοφωνημένα αρχεία σε κάθε διοικητική/δικαστική εξέταση
Β4. Κατάργηση των χρηματικών ορίων άρσης του απόρρητου ή δίωξης για παρακράτηση ΦΠΑ. Εφόσον η πολιτεία κρίνει ότι έχει αποδείξεις εναντίον μιας επιχείρησης για απόκρυψη εσόδων ή προσπάθεια φοροδιαφυγής, έστω και για €1, να δύναται να προσφύγει στα δικαστήρια
Β5. Κατάργηση γραφειοκρατικών διαδικασιών μέσα από την νομική θεσμοθέτηση και τεχνική ίδρυση του θεσμού της αυτο-πληροφόρησης του Δημοσίου - , δηλαδή τα νομικά και φυσικά πρόσωπα να μην υποχρεούνται να προσκομίζουν στο δημόσιο έγγραφα που ήδη υπάρχουν σε κάποια από τις υπηρεσίες του δημοσίου, με στόχο τον περιορισμό της γραφειοκρατίας.
Όπως επεσήμανε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην εισαγωγική του ομιλία :
«Θα επαναλάβω για πολλοστή φορά, ότι το φορολογικό σύστημα που εφαρμόζεται σε μία χώρα, αποτελεί το βασικό κλειδί για τη δημοσιονομική ισορροπία, την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας την κοινωνική συνοχή.  Δυστυχώς, την τελευταία τριακονταετία ελάχιστες φορές υπήρξε μια σοβαρή προσπάθεια για μια φορολογική αναμόρφωση που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αναπτυξιακό εργαλείο. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι κυβερνήσεις, -χωρίς να αποτελεί εξαίρεση και η σημερινή κυβέρνηση-, χρησιμοποιούσαν και χρησιμοποιούν τη φορολογία ως ένα καθαρά εισπρακτικό μέσο, ακολουθώντας έτσι τον εύκολο αλλά λάθος δρόμο.
Αγνοούν ότι φόροι μπορεί να πληρωθούν μόνο αν παράγεται πλούτος, μόνο αν υπάρχουν εισοδήματα πάνω από το όριο της φτώχειας.  Φόροι δεν μπορούν να πληρωθούν όταν οι επιχειρήσεις καρκινοβατούν, όταν τα εισοδήματα των πολιτών συμπιέζονται ασφυκτικά, όταν μακραίνει ο κατάλογος των ανέργων.
Το μεγάλο λοιπόν ζητούμενο είναι, πώς το κράτος μπορεί να αυξήσει τα έσοδά του από τη φορολογία, ιδιαίτερα αυτήν την κρίσιμη περίοδο που η ύφεση αποτελεί το μοναδικό χαρακτηριστικό της οικονομίας μας, χωρίς να στραγγαλίζει φορολογικά τις επιχειρήσεις και τους πολίτες. Την απάντηση αυτή φιλοδοξεί να δώσει η μελέτη που παρουσιάζει σήμερα το ΕΒΕΑ.  Επιγραμματικά θα ήθελα να σας επισημάνω μερικά από τα ευρήματα και συμπεράσματα της μελέτης του Επιμελητηρίου μας, τα οποία ενδεχομένως μπορεί να σας προκαλέσουν έκπληξη.  Τα επίσημα στοιχεία, δείχνουν ότι το 99% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων πληρώνουν φόρο κατά μέσο όρο 6.100 ευρώ ετησίως. Μπορούμε λοιπόν, να ισχυριζόμαστε ως επιχειρηματική κοινότητα ότι προσφέρουμε αυτά που πρέπει στα δημόσια έσοδα;
Είναι όμως πράγματι αυτή η αλήθεια; Είναι πραγματικότητα ότι οι φορολογικοί συντελεστές για τα νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα βρίσκονται στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως επίσης καταδεικνύουν τα επίσημα στοιχεία;  Είναι εύλογη η αντίδραση που υπάρχει από μέρους της κοινωνίας κατά των επιχειρήσεων;
Και εν κατακλείδι , νομιμοποιείται το κράτος να εξαπολύει φοροεπιδρομές εναντίον των επιχειρήσεων;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι δύσκολες.  Το μόνο βέβαιο είναι ότι η χώρα μας έχει εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ του ιδιωτικού τομέα και του κράτους. Αποτέλεσμα αυτής της αμοιβαίας καχυποψίας, είναι ότι και τα φορολογικά έσοδα του δημοσίου από τις επιχειρήσεις είναι χαμηλά και ταυτόχρονα διατηρείται ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, το οποίο στερεί τη δυνατότητα τόσο να αυξήσουν το δικό τους κύκλο εργασιών, όσο και τη συνεισφορά τους στα δημόσια ταμεία.
Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος χρειάζονται γενναίες κινήσεις και από τις δύο πλευρές.  Αλλά κυρίως, απαιτείται το κράτος να πάψει να είναι ο χειρότερος εχθρός τόσο των επιχειρήσεων όσο και του εαυτού του.  Στη μελέτη, υπάρχουν συγκεκριμένες προτάσεις, πιστεύω ρεαλιστικές, εφαρμόσιμες και αποτελεσματικές, που μπορούν πράγματι να αλλάξουν το τοπίο.
Οι επιχειρήσεις στην πλειοψηφία τους, είναι έτοιμες ακόμη και στην περίοδο αυτή της κρίσης, να αναλάβουν τα βάρη που τους αναλογούν.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της, πρέπει κι αυτή να αφήσει κατά μέρους τις ιδεοληψίες και τις εύκολες αλλά αναποτελεσματικές λύσεις για το πρόβλημα της υστέρησης των εσόδων.
Πρέπει να δουλέψει σκληρά, να δει την πραγματικότητα, να κατέβει στο πεζοδρόμιο και στην αγορά, να ρωτήσει και να μάθει, να σταματήσει να αποφασίζει αφ’ υψηλού από τα απομονωμένα γραφεία και να ακούει προτάσεις μόνο από βολεμένους και υψηλά αμειβόμενους συμβούλους ή ανεπαρκείς υπαλλήλους που αρέσκονται να κάνουν ασκήσεις επί χάρτου.
Πρέπει να έχει αυτιά και μάτια ανοιχτά. Να κάνει σύμμαχο την αγορά . να σταματήσει να βλέπει σαν εχθρό τον ιδιωτικό τομέα.  Να ακούσει την φωνή της αγοράς.
Η εικόνα της φορολόγησης των επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι ψευδής. Ούτε ως χώρα έχουμε φορολογικούς συντελεστές στο μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε η πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων φοροδιαφεύγει. Η χώρα μας βρίσκεται στη χειρότερη θέση από τις ανταγωνίστριές της χώρες στο δείκτη της φιλικότητας προς τις επιχειρήσεις ως συνάρτηση της συνολικής τους επιβάρυνσης, όπως η φορολογία, τα τέλη και οι εισφορές.
Σε ότι αφορά τα φορολογικά συστήματα γενικότερα στην Ευρώπη και ιδιαίτερα αυτά των αναπτυγμένων χωρών όπως της Γερμανίας, θα ήθελα να σας επισημάνω ότι λειτουργούν κατά τέτοιον τρόπο ώστε ενώ φαινομενικά έχουν μέσους ή και υψηλούς φορολογικούς συντελεστές, στην ουσία αυτοί παρακάμπτονται με διάφορους τρόπους και ψιλά γράμματα, δίνοντας στις επιχειρήσεις τους σημαντικά φορολογικά και ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα.
Ακόμη και σε χώρες που έχουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά φόρου από την Ελλάδα, η ουσιαστική φορολογική επιβάρυνση, με βάση τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, είναι χαμηλότερα απ’ ότι στη χώρα μας, μιας και οι χώρες αυτές υιοθετούν λιγότερο πολύπλοκα φορολογικά συστήματα και με λιγότερο έντονη γραφειοκρατία.
Εκτιμούμε λοιπόν, ότι είναι άμεση ανάγκη για ένα ευνοϊκότερο, ξεκάθαρο καθεστώς φορολόγησης για τις επιχειρήσεις που θα έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
-Χαμηλό βασικό συντελεστή εταιρικού φόρου στο 15% και διατήρηση του συντελεστή αυτού τουλάχιστον για μία πενταετία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την τελευταία δεκαετία τα έσοδα από την φορολόγηση των επιχειρήσεων είναι σταθερά πάνω από το 2,5% του ΑΕΠ καθώς οι φορολογικοί συντελεστές είναι 35% και χαμηλότεροι. Αντίθετα την δεκαετία του 1980 τα έσοδα ανέρχονταν στο 1% του ΑΕΠ με τους φορολογικούς συντελεστές στο 45%.
Το καλύτερο βέβαια θα ήταν να πιέσουμε, όσο μπορούμε ως χώρα, , αναζητώντας και συμμάχους, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να συμφωνήσει στην εναρμόνιση των φορολογικών συντελεστών σε όλα τα κράτη – μέλη της. Δεν μπορούμε να αποκτήσουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα όταν χώρες όπως η Κύπρος, η Βουλγαρία, η Ιρλανδία και άλλες διατηρούν πολύ χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές.
-Κατάργηση του φαύλου Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων που χρησιμοποιείται μόνο για να τιμωρεί αδίκους και δικαίους.
-Μείωση όλων των άλλων βαρών που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις και ανεβάζουν έτσι την συνολική τους επιβάρυνση ως προς το τζίρο τους; Σε επίπεδα άνω του 50%.
-Σταθερό περιβάλλον, χωρίς συνεχείς αλλαγές κανόνων.
-Αλλαγή της νοοτροπίας του κράτους που αποτελεί σήμερα τον μεγάλο οφειλέτη».
Παρουσιάζοντας την μελέτη ο καθηγητής κ. Γιάννης Βαρουφάκης, τόνισε μεταξύ άλλων:
«Είναι προφανές ότι όταν το Υπουργείο Οικονομικών καταθέτει τις προτάσεις του για το φορολογικό καθεστώς, η κοινωνία το αντιμετωπίζει με καχυποψία, λαμβάνοντας ως δεδομένο (πριν καν διαβάσει το σχέδιο νόμου) ότι πρόκειται για μια ακόμα 'φορομπηχτική' κίνηση της κυβέρνησης.
Το ίδιο συμβαίνει όταν συνδικαλιστές διαμαρτύρονται για περικοπές στους μισθούς ή τις συντάξεις τους: η κοινή γνώμη, χωρίς να εξετάσει τα επιχειρήματα υπέρ και κατά, κατατάσσει και αυτές τις αντιδράσεις στη κατηγορία του εγωκεντρισμού και της ασυδοσίας των 'κεκτημένων'.
Κι όταν οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων εξανίστανται για το νέο καθεστώς φορολόγησης των επιχειρήσεων, και πάλι η κοινή γνώμη σκέφτεται ότι οι έμποροι και οι βιοτέχνες που τόσα χρόνια φοροδιέφευγαν τώρα εναντιώνονται στην προσπάθεια του κράτους να τους φορολογήσει.
Αυτή καχυποψία που αποτελεί μόνιμο σύμμαχο της αδυναμίας μας να δράσουμε κατά της Κρίσης μόνο μέσα από ειλικρινή, ορθολογικό διάλογο μπορεί να καταπολεμηθεί.
Για αυτό τον λόγο, όταν προσκλήθηκα από το Ε&Β Επιμελητήριο να συντάξω το πόρισμα για τον οποίο βρισκόμαστε σήμερα εδώ, το θεώρησα σημαντική πρόκληση στο πλαίσιο της επιταχυνόμενης ανάγκης για έναν διάλογο με θέμα την φορολόγηση των επιχειρήσεων που υπερβαίνει, επί τέλους, την καχυποψία. Την καχυποψία μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Την καχυποψία μεταξύ όλων των θεσμικών εκπροσώπων και της κοινής γνώμης.
Το πόρισμα για τις επιβαρύνσεις των επιχειρήσεων, είναι προϊόν ανεξάρτητης πανεπιστημιακής έρευνας και επειδή κάθε οικονομική έρευνα βασίζεται σε συγκεκριμένες παραδοχές, είναι σωστό να ξεκαθαρίσω ποιες ήταν οι δικές μας.
1. Στον καιρό της εξελισσόμενης Κρίσης, ο ιδιωτικός και ο δημόσιος τομέας τελούν υπό καθεστώς πανικού και κατάρρευσης, ανήμποροι να αντιδράσουν ο καθένας μόνος του στην καταστροφική δύναμη των εξελίξεων.
2. Η Κρίση που σπέρνει πανικό και μαζί ανορθολογισμό εξελίσσεται παράλληλα σε τρία πεδία: κρίση του δημόσιου τομέα, κρίση του ιδιωτικού τομέα και κρίση των θεσμών. Μας κάνει να εστιάζουμε στο ένα πεδίο αγνοώντας τα άλλα δύο - το να στρέφουμε όλα μας τα πυρά εναντίον του κράτους ή εναντίον των επιχειρήσεων ή εναντίον των θεσμών - το να σιωπούμε για την άμεση ανάγκη να γίνει μια νέα αρχή αντιμετώπισης της Κρίσης ταυτόχρονα και στα τρία πεδία όπου, προς το παρόν, θριαμβεύει ανενόχλητη.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μια κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα (που ξεκίνησε από την άλλη όχθη του Ατλαντικού) εξελίχθηκε σε κρίση δημόσιου χρέους πριν επιστρέψει στον ιδιωτικό τομέα ως κρίση της πραγματικής οικονομίας (που με την σειρά της βαθαίνει την κρίση δημόσιου χρέους κ.ο.κ.).
Στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η γενικευμένη πανευρωπαϊκή Κρίση παίρνει την μορφή της κατάρρευσης των δημόσιων οικονομικών, η κοινή γνώμη φαίνεται να έχει πειστεί (όσο και να αντιδρά στα κυβερνητικά μέτρα) ότι το βασικό ζητούμενο είναι η εξάλειψη των κρατικών ελλειμμάτων και η τιθάσευση της μεγαλύτερης απειλής που αντιμετώπισε μεταπολιτευτικά η πατρίδα: εκείνη του δημόσιου χρέους.
Το ότι το δημόσιο χρέος πράγματι απειλεί ακόμα και την εθνική μας ανεξαρτησία είναι αναμφισβήτητο γεγονός. Όμως όλες οι μεγάλες πλάνες θεμελιώνονται σε επιλεκτική εστίαση σε κάποιες αλήθειες, την ώρα που άλλες εξ ίσου σημαντικές αλήθειες καταδικάζονται στο σκοτάδι. Ποια αλήθεια αγνοείται σήμερα; Η απλή αλήθεια ότι, στον καιρό της Κρίσης, το χρέος δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μέσω περικοπών και παράλληλων αυξήσεων των φορολογικών συντελεστές εις βάρος της ιδιωτικής κατανάλωσης και των ιδιωτικών επενδύσεων.
Μια επιχείρηση, εν μέσω Κρίσης, έχει ιερή υποχρέωση να φροντίσει να μειώσει τις δαπάνες της και να αυξήσει τα έσοδά της για δεδομένη ποσότητα και ποιότητα παραγωγής. Από την στιγμή που η μείωση του κόστους είναι ανεξάρτητη από τα έσοδά της, μια μείωση κόστους (δηλαδή δαπανών) θα επιφέρει μείωση των ζημιών και, εν καιρώ, κέρδη. Αντίθετα, ένα κράτος, εν μέσω Κρίσης, κάθε φορά που κάνει κάποιες κινήσεις για να αυξήσει τα φορολογικά του έσοδα αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα:
Δεδομένου ότι το συνολικό εθνικό εισόδημα (το ΑΕΠ) δίδεται ως το άθροισμα των ιδιωτικών και των δημόσιων δαπανών, η μείωση των τελευταίων, εφόσον δεν ακολουθηθεί από μια παράλληλη αύξηση των ιδιωτικών δαπανών, συρρικνώνει το εθνικό εισόδημα. Και επειδή σε μέρες Κρίσης η ιδιωτική κατανάλωση μειώνεται, ο μόνος τρόπος να παρατηρηθεί μία αύξηση ιδιωτικών δαπανών ικανή να κρατήσει το εθνικό εισόδημα σταθερό είναι μέσα από πολιτικές που, παρά την μείωση της ζήτησης, δίνουν την δυνατότητα και τα κίνητρα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις ιδιωτικές επενδύσεις.
Καταλήγουμε λοιπόν στο μέγα ζητούμενο: Πως, από την μία, το κράτος να αυξήσει τα έσοδά του ενώ, από την άλλη, να δημιουργήσει τις συνθήκες εκείνες που να κινητοποιήσουν μια αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων κόντρα στο κλίμα της ύφεσης και της απαισιοδοξίας. Αυτό το ζητούμενο δεν είναι μόνο εφικτό αλλά πρόκειται για ένα εγχείρημα που έχει πετύχει στο παρελθόν.
Το εγχείρημα αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Το έχουν θέση ως προτεραιότητα σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες. Όμως η χώρα μας έχει μια ιδιαιτερότητα: Λόγω βεβαρημένου παρελθόντος τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, η Κρίση αναπτύσσει όχι την συνεργασία μεταξύ του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα αλλά την μεταξύ τους καχυποψία η οποία εντείνεται από τις σπασμωδικές αντιδράσεις του κράτους στην απέλπιδα προσπάθειά του να αντλήσει από μη έχοντες περισσότερους φόρους ώστε να καλύψει το δυσθεώρητο δημόσιο έλλειμμα/χρέος»
newscode.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

Σελίδες