Ποιο αξιοθαύμαστο μνημείο όμως στέκει τούτο, που τα’ακουσαν να τραγουδιέται στο
σπίτι του μπέη της Μάνης στα τέλη του 18ου αιώνα οι…Κορσικανοί αδελφοί Stephanopoli, που συγκινημένοι επισκέφτηκαν τον τόπο των προγόνων τους οι οποίοι φεύγοντας από το Οίτυλο εγκαταστάθηκαν τελικά στο Καργέζε της Κορσικής όπου η ανάμνηση της ελληνικής/μανιάτικης καταγωγής είναι ζωντανοί ακόμα και σήμερα.
Στον πύργο λοιπόν του Τζανέτμπεη Γρηγοράκη, στο Μαραθονήσι(Γύθειο), μπροστά σε έναν Αθηναίο, έναν Μακεδόνα, τρεις Κρητικούς και έναν Ηπειρώτη, που είχαν πάει να επισκεφτούν τον «μανιάτμπεη», άρχισαν να τραγουδάνε το σε μορφή διαλόγου «Τραγούδι της Ρούμελης» :
“Ο ξένος της Ρούμελης:
-Όλος ο κόσμος χαίρεται
Όλοι βαρούν παιγνίδια
Η Ρούμελη και τα νησιά
Στέκουνε πικραμμένα.
Ρούμελη, για δε χαίρεσαι,
Για δεν βαρείς παιγνίδια;
Η Ρούμελη του ξένου:
-Εις την σκλαβιάν που με θωρείς,
Στα σίδηρα του Τούρκου,
Μπρε να μου’πης να χαιρεθώ
Πως σε βαστά η καρδιά σου;
Μην είσαι ξένος και έφθασες,
Και ακόμη δεν ηξεύρεις
Τι γίνεται στην Ρούμελη,
Και τι περνά εις την Πόλιν;
Μην είσαι φίλος των Γραικών,
Και απεθυμάς να μάθης
Το τι έχω και δεν χαίρομαι,
Διατί είμαι λυπημένη;
Όποιος και αν είσαι, άνοιξε
Την ιστορίαν, και ίδε
Τ’ήτον η Γραίκια μια φορά,
Και άκουσε τ’είναι τώρα.
Που το τύρρανος μου ερήμαξε
Το γένος των Ρωμαίων;
Που είναι η Αθήνα μου,
Που είναι κείνη η Αθήνα,
Που ο κόσμος εθαμάστηκε,
Και σέβεται ακόμη;
Εκεί επρωτοφάνηκε
Η ελευθερία εις τον κόσμον
Εκεί διαλάλησε ο Σόλων
Των Αθηναίων τους νόμους,
Εκεί έτρεχαν να φωτισθούν
Της Ευρώπης τα έθνη,
Και, από τα πέρατα της γής,
Έρχουντον στην Αθήνα
Των βασιλέων τα παιδιά
Στερηάς και του πελάγου,
Άλλα να ιδούν τα εργόχειρα
Των θαυμαστών τεχνήτων
Άλλα να σμίξουν τους σοφούς,
Να μάθουν επιστήμαις
Ν’ακούσουν παραδείγματα
Από τους φιλοσόφους.
Εκείνη η Αθήνα που αγροικάς
Που έλαβε τόσης φήμην,
Τώρα η σκλαβιά την έφαγε,
Τώρα δεν είναι πλέον.
Τώρα οι διαβάταις που περνούν,
Οι ξένοι που διαβαίνουν
Άλλον εκεί δεν βρίσκουνε,
Άλλον εκεί δεν βλέπουν
Παρά ένα έρημον χωριόν
Κει που ήτον η Αθήνα
Και έναν φιλάργυρον Αγάν
Στον τόπο του Αρεοπάγου.
Και ποιος ν’αράξη στο Μωρηά,
Και δάκρυα να μην χύση;
Και όποιος είχε τον ιδεί
Στον καιρόν των Ελλήνων,
Πρι του παρά να σκλαβωθή,
Έπρεπεν να πιστεύση
Τον είχαν κτίσει οι θεοί
Δια μιαν στολήν του κόσμου,
Και τώρα είναι άγριος και έρημος,
Και άγρια θερία θρέφει.
Όπου ρίξω το βλέμμα μου,
Όπου γυρίσω, βλέπω
Σκλαβιά, χηράδες, και αρφανά,
Και Τούρκους ματολαύταις.
Στην Ρούμελην κάθε πασάς,
Στον τόπον όπου ορίζει
Έστοντας εφταξούσιος,
Ό,τι του ορμήση κάμνει.
Γδύνει, αχανίζει φαμελιαίς,
Και χόρτασιν δεν έχει,
Όσον που να ιδή τον ραγιά
Γυμνόν και πεινασμένον
Και αν είν’κανένας πλούσιος,
Μαύρη, κακή του μοίρα!
Να χάση πλούτη και ζωήν
Κάθε ώρα κινδυνεύει.
Και τα καΰμένα τα νησιά
Ανάπαυσιν δεν έχουν,
Ποτέ δεν λείπουνε απ’εκεί
Οι κλέπτες της θαλάσσης,
Τούρκοι, Φράγκοι, και Βάρβαροι,
Όλοι τα κατατρέχουν
Και ποιος να ιδή την Έγριπον
Να μην κακοκαρδίση;
Την Ρόδο να μην λυπηθή,
Την Κρήτην να μην κλάψη;
Και τα επίλοιπα νησιά
Να μην αναστενάξη;
Βγαίνει και ο Καπετάν πασάς,
Μια φορά τον χρόνον,
Με αρμάδα στο Αρχιπέλαγο
Τον γύρον του να κάμη,
Τρομάρα πιάνει τα νησιά,
Σαν μάθουνε πως φθάνει
Με χρυσά δώρα τρέχουνε
Να τον συναπαντήσουν.
Έτσι και δεν τους ωργισθή
Και δεν τους αφανίζει,
Και ακόμη όλα δεν τα’ακουσες
Όσα οι Ρωμαίοι παθαίνουν,
Κάθε Τούρκος και τύρρανος,
Κάθε Ρωμαίος και σκλάβος,
Ο Τούρκος δέρνει τον Ρωμηόν,
Και ποίος να του μιλήση;
Και να σκοτώση ένα ραγιά,
Ποιος πάει να τον καλέση;
Να μην θαρρής τι ένας Ρωμαιός
Από φοβέρα αφίνει
Να κτυπήθη του βάρβαρου,
Που τρέχει να τον δείρη!
Ρωμηός εις τα’άρματα ποτέ
Τούρκον δεν εφοβήθη,
Μα πρέπει να έχη απομονή,
Ότι αν βαρέση Τούρκον,
Μπορεί να πάρη τα βουνά,
Και ας πάν να τον γυρεύουν!
Μα οι Τούρκοι που δεν σύγχωρουν
Ρωμαίου που να βαρέση,
Πέφτουν και κάνουν αθεσιά
Απάνω εις τους δικούς του.
Νάσουν ποιαίς είναι των Τουρκών
Η κρίσες στον Λεβάντε.
Πόλι μου , που είν’τα κάλλη σου;
Πόλι δυστυχισμένη,
Πόλι μου, φως που εφώτιζες
Ανατολή και Δύσι!
Και τώρα είσαι η κατοικιά
Βαρβαρωτάτου γένους
Και βλέπεις την Άγιαν Σοφιά
Στου Αγαρηνού τα χέρια
Να κάθεται και ο Μάωμεθ
Εις των Γραικών τον θρόνον,
Να θρέφη τα Ρωμαιόπουλα
Με της σκλαβιάς το γάλα.
Ευρώπη, και τι σου έκαμα,
Και χαίρεσαι να βλέπης
Ένα θεριό στον θρόνον μου,
Που δεν χορταίνει αίμα;
Μ’ένα σημάδι του χεριού
Χίλια κεφάλια πέφτουν!
Και εγ’όλα ταύτα βλέπω τα,
Και μαύρα δάκρυα χύνω
Και που να’πω τα πάθη μου,
Κανένανε δεν έχω.
Κανένας δεν ευρέθηκε
Να με παρηγορήση
Φαρμάκι ωσάν τι επότισα
Όλην την οικουμένην,
Και όλοι μ’αλησμονήσανε,
Κανείς δε με λυπάται,
Και οι Μόσκοβες, οι φίλοι μου,
Η μοναχή μου ελπίδα,
Και τι καλό μου εκάμανε
Σαν ήλθαν στον Λεβάντε;
Να μ’αφανίσουν τα νησιά,
Και να με παραιτήσουν
Και πάλιν με τον τύρρανον
Να κάμουν την αγάπην.
Νάσου σε τι ακατάστασιν
Μ’ήφερεν η σκλαβία,
Σκλαβία τόσο σκληρή
Στον κόσμο δεν εφάνη,
Και ελπίδα από καμμιά μεριά
Να λυτρωθώ δεν έχω.
Και συ μου λέγεις να χαρώ
Παιγνίδια να βαρέσω,
Που αλλού, παρά στα δάκρυα μου,
Παρηγοριά δεν βρίσκω.” (4)
Ο Δήμος Στεφανόπουλος, μετά από αυτό υποσχόμενος στους Έλληνες δίπλα του ότι η Γαλλία και ο Βοναπάρτης θα σταθεί δίπλα στην Ελλάδα, και θα φυτέψει το δέντρο της ελευθερίας στην Πόλη, τους ευχήθηκε ότι μέχρι τότε οι Έλληνες να μείνουν ενωμένοι και χαιρετώντας όπως αυτοί αναφώνησε «Ελευθερία ή Θάνατος»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου